τιμή

τιμή
Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην τεχνική γλώσσα, άλλους ειδικότερους όρους που από εννοιολογική όμως άποψη μπορούν να θεωρηθούν μόνο ως συνώνυμα. Έτσι η τ. της εργασίας ονομάζεται μισθός (ή ημερομίσθιο), η τ. των κεφαλαίων που δανείζονται τόκος, η τ. της γης πρόσοδος, η τ. χρησιμοποίησης των ακινήτων ενοίκιο, η τ. των ελεύθερων επαγγελμάτων αμοιβή, η τ. των υπηρεσιών μεταφορών ναύλος, η τ. των ασφαλίσεων ασφάλιστρο κλπ. Στην οικονομία της αγοράς η τ. εκτελεί τη θεμελιώδη λειτουργία της κατανομής των διαθέσιμων πόρων μεταξύ αυτών που σκοπεύουν να τους χρησιμοποιήσουν για παραγωγικούς σκοπούς ή για κατανάλωση, από τη στιγμή κατά την οποία με αυτήν εξισώνονται η οριακή παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής και η οριακή χρησιμότητα των αγαθών, που προορίζονται για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Συνεπώς, με τον μηχανισμό της τ. τα αγαθά πηγαίνουν σε αυτόν που ξέρει να τα χρησιμοποιήσει με τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα και σε αυτόν που έχει μεγαλύτερη ανάγκη να τα καταναλώσει. Πάντα στην οικονομία της αγοράς, η τ. σχηματίζεται αυτόματα με την επίδραση της προσφοράς και της ζήτησης: αν αυξηθεί η ζήτηση ενός ορισμένου αγαθού, η τ. τείνει να ανέβει, ενώ αν αυξηθεί η ποσότητα που προσφέρουν οι παραγωγοί η τ. πέφτει. Από το άλλο μέρος, αν η τ. ανέβει, μερικοί από τους πιθανούς αγοραστές προτιμούν να μην αγοράσουν το αγαθό, ενώ οι πωλητές πολλαπλασιάζονται και αυξάνουν την ατομική προσφορά. Από το σύνολο αυτών των δράσεων και των αντιδράσεων σχηματίζεται στην αγορά μια ενιαία τ. για κάθε τύπο εμπορεύματος και η τ. αυτή χαρακτηρίζεται ως τ. ισορροπίας, διότι επιτρέπεται να εξισωθούν η ποσότητα που προσφέρεται με την ποσότητα που ζητείται. Το πλάτος της διακύμανσης της τ., που προσδιορίζεται από τις μεταβολές που επέρχονται στη ζήτηση και στην προσφορά, εξαρτάται έπειτα από τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ελαστικότητά τους. Κατά κανόνα, όσο μεγαλύτερη είναι η ανελαστικότητα της ζήτησης και της προσφοράς τόσο πλατύτερη είναι η διακύμανση της τ. που σημειώνεται. Π.χ. η αύξηση της προσφοράς του φρέσκου ψαριού ή της ζήτησης του ψωμιού, που και οι δύο είναι ελάχιστα ελαστικές, προκαλούν και οι δύο πολύ μεγάλες ταλαντεύσεις στις αντίστοιχες τ., γιατί στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για είδος που χαλάει πολύ εύκολα και πρέπει να πωληθεί ολόκληρο σε πολύ σύντομο διάστημα, ενώ στη δεύτερη βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αγαθό που είναι εξαιρετικά αναγκαίο και από το οποίο είναι πολύ δύσκολο να παραιτηθεί κανείς. Έτσι για να διαθέσουν το πρώτο και να αποκτήσουν το δεύτερο οι παραγωγοί και οι καταναλωτές ανταγωνίζονται σκληρά και καταλήγουν να δεχτούν οποιαδήποτε τιμή. Εκτός από την τ. που σχηματίζεται αυτόματα στην αγορά, υπάρχουν και άλλοι τύποι τ. που, αντίθετα, καθορίζονται ελεύθερα από αυτόν που έχει την οικονομική ή την πολιτική δύναμη να το κάνει. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε πρώτα πρώτα την τ. του μονοπωλίου, που καθορίζεται με τους περιορισμούς της προσφοράς ή της ζήτησης από τον οικονομικό παράγοντα που θα εξασφαλίσει ολόκληρη την παραγωγή - προσφορά ή ολόκληρη την κατανάλωση ενός εμπορεύματος ή μιας υπηρεσίας. Η μονοπωλιακή τ. μπορεί να είναι ενιαία ή διακριτική, με την έννοια ότι ο δικαιούχος μονοπωλίου μπορεί να ζητήσει για το ίδιο αγαθό την ίδια τ. από όλους τους αγοραστές ή διαφορετικές τ. Η τελευταία όμως περίπτωση είναι δυνατή μόνο αν η αγορά όπου γίνεται η ανταλλαγή είναι μοιρασμένη σε τομείς που δεν συγκοινωνούν μεταξύ τους και όπου υπάρχει διαφορετική ελαστικότητα της ζήτησης. Π.χ. σε διάφορες περιπτώσεις η αγορά, όπου ψωνίζουν τα εύπορα στρώματα, είναι διαφορετική από την αγορά των φτωχότερων τάξεων, γιατί οι πρώτοι θέλουν να διακρίνονται από τους δεύτερους για λόγους γοήτρου. Για τον λόγο αυτό οι επαγγελματίες μπορούν να ζητήσουν από τους πλούσιους αμοιβή ανώτερη από αυτήν που ζητούν από τους φτωχούς, ενώ τα νοσοκομεία, οι εταιρείες μεταφορών και τα θέατρα μπορούν να επιβάλουν διαφορετικές τ. για τη νοσηλεία, τη μεταφορά και το θέαμα. Ειδική περίπτωση διαφορικής τ. είναι το ντάμπινγκ (dumping) που γίνεται όταν η εσωτερική αγορά είναι απομονωμένη από το εξωτερικό με τελωνειακούς δασμούς. Στην περίπτωση αυτή ο δικαιούχος μονοπωλίου μπορεί να πουλάει στο εξωτερικό σε τιμή πολύ χαμηλότερη, ώστε να πολεμάει τον επιτόπιο ανταγωνισμό και να αντισταθμίζει στο εσωτερικό τη ζημιά που υπέστη με την επιβολή ψηλότερης τιμής. Εκτός από την περίπτωση του μονοπωλίου, η τ. μπορεί να καθορίζεται επιτακτικά από το κράτος όπως συνέβη σχεδόν σε όλες τις χώρες κατά τους δύο Παγκοσμίους πολέμους. Φυσικά στις περιπτώσεις αυτές δεν πρόκειται για τ. ισορροπίας και γι’ αυτό η απορρόφηση όλης της προσφοράς ή η ικανοποίηση όλης της ζήτησης συνεπάγεται την εφαρμογή μερικών διορθωτικών μέτρων. Το κράτος, π.χ. όταν καθορίσει σε υψηλό επίπεδο την τ. του σταριού, οφείλει να αγοράσει όλη την ποσότητα που ξεπερνά τη ζήτηση ή να επιχορηγήσει τους αγοραστές· και κατά τον ίδιο τρόπο, όταν επιβάλει πολύ χαμηλή τ. για τις πρώτες ύλες ή τα τρόφιμα, οφείλει να οργανώσει ένα σύστημα ελέγχου των προμηθειών και επιβολής δελτίου στους καταναλωτές. Άλλη τ. που καθορίζεται από το κράτος είναι αυτή την οποία επιβάλλει στα αγαθά και στις υπηρεσίες που το ίδιο προσφέρει στους πολίτες έπειτα από ζήτησή τους. Στον καθορισμό του επιπέδου των τ. αυτών το κράτος συμπεριφέρεται όπως οι δικαιούχοι μονοπωλίου, σπάνια όμως παίρνει υπόψη του το σχετικό κόστος παραγωγής. Συχνά η τ. καθορίζεται πολύ πάνω από το κόστος αυτό και τότε αποτελεί, τουλάχιστον στη διαφορά, αληθινό φόρο (πώληση του αλατιού και των σπίρτων), σε άλλες περιπτώσεις, αντίθετα, η τ. καθορίζεται κάτω από το κόστος για να ικανοποιήσει απαιτήσεις κοινωνικού χαρακτήρα ή να ευνοήσει φτωχότερες τάξεις (σιδηροδρομικές μεταφορές, υγειονομική περίθαλψη, πώληση τροφίμων). Τέλος η τ. μπορεί να σταθεροποιηθεί με συμφωνία πωλητών και αγοραστών, έτσι που να προστατεύονται τα συμφέροντα και των δύο ή μόνο εκείνου που έχει τη μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη. Τυπική περίπτωση συμφωνημένης τ. είναι ο συμβατικός μισθός, που καθορίζεται με διαπραγματεύσεις μεταξύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργατών και των εργοδοτών με βάση την πειθαρχία των σχέσεων εργασίας. Τελευταία και στη διεθνή αγορά συμφωνήθηκαν οι τ. μερικών προϊόντων πρώτης σημασίας (σταριού, καφέ, κασσίτερου, ζάχαρης) είτε με συμφωνία μεταξύ των κρατών παραγωγής και των κρατών κατανάλωσης να μην αγοράζουν και να μην πωλούν κάτω από μια ορισμένη τ. είτε με την αποδοχή κοινών μέτρων, που έχουν σκοπό να συγκρατήσουν την τ. γύρω από ένα καθορισμένο όριο. Οι κρατικές παρεμβάσεις, οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες και οι συμφωνίες που έχουν σκοπό τη σταθεροποίηση μιας τ. διαφορετικής από αυτή που θα σχηματιζόταν αυτόματα στην αγορά, επικρίθηκαν συχνά από τους οικονομολόγους, που υποστήριξαν πως μια τ. που απομακρύνεται από τη φυσική επίδραση της προσφοράς και της ζήτησης καταλήγει πάντα σε επιβράβευση των ανίκανων παραγωγών αν είναι πολύ ψηλή και σε παρακίνηση για σπατάλη και απερισκεψία αν είναι πολύ χαμηλή. Από το άλλο μέρος η επιβαλλόμενη τ. μπορεί να θεραπεύσει μια πρόσκαιρη διαταραχή, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τη θεραπεία βασικών προβλημάτων: Το ενοικιοστάσιο π.χ. ενθαρρύνει τη διαιώνιση της ανεπάρκειας στέγης, η οποία αρχικά είχε επιβάλει το μέτρο και που θα μπορούσε να θεραπευθεί μόνο αν αφηνόταν η τ. των ενοικίων να ανέβει ώσπου να αντιπροσωπεύει τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς. Οι υψηλοί μισθοί προκαλούν την ανεργία και η επιβολή διατιμήσεων προκαλεί την εξαφάνιση από την αγορά των εμπορευμάτων για να τα στρέψει προς τη μαύρη αγορά, όπου εξακολουθούν να κυριαρχούν οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης. Αν όλες αυτές οι σκέψεις έχουν λογική βάση, πρέπει να αναγνωριστεί από το άλλο μέρος ότι και η επιβεβλημένη τ., σε μερικές περιστάσεις και για ορισμένα εμπορεύματα, παρουσιάζει αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα: περιορίζει το περιθώριο αβεβαιότητας και προσφέρει μεγαλύτερη σταθερότητα σε κάθε οικονομική πρωτοβουλία, επιπλέον αμβλύνει τις συγκρούσεις του ανταγωνισμού και συμβάλλει, προς το συμφέρον του καταναλωτή, στη διατήρηση της υψηλής ποιότητας του προϊόντος. Συχνά, πραγματικά, η επιτακτική ανάγκη του περιορισμού της τ. ωθεί τους πιο ασυνείδητους παραγωγούς να εφαρμόσουν μέτρα που τείνουν στην πτώση της ποιότητας ή και στην καθαρή εξαπάτηση των καταναλωτών, όπως συμβαίνει στις παραποιήσεις και στις νοθείες των τροφίμων. Υπάρχει και ένα άλλο επιχείρημα υπέρ της επιβεβλημένης τ. ή καλύτερα του καθορισμού της τ. μερικών αγαθών ή υπηρεσιών έξω από τους νόμους της αγοράς. Η τ. των γεωργικών προϊόντων καθορίζει, στην πραγματικότητα, το εισόδημα αυτών που ασχολούνται με τη γεωργία και η τ. της εργασίας το εισόδημα μεγάλου μέρους του πληθυσμού· κατά τον ίδιο τρόπο η τ. του πετρελαίου καθορίζει π.χ. το εθνικό εισόδημα μερικών αραβικών χωρών. Με άλλα λόγια η τ. συνδέεται πολύ συχνά με το εισόδημα και όταν δεν θέλουμε, για κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους τόσο εσωτερικούς όσο και διεθνείς, να μην κατέβει το εισόδημα κάτω από ένα ορισμένο όριο, είναι ανάγκη να ενεργούμε πάνω στην τ. αποσπώντας την από τους αφηρημένους νόμους της οικονομίας και καθορίζοντάς τη με βάση απαιτήσεις άλλης φύσης. 1: Πόλεμος Ανεξαρτησίας 2: Πόλεμος 1812 3: Εμφύλιος Πόλεμος 4: 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος 5: 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος 6: Πόλεμος της Κορέας. Στην περίπτωση που εκφράζει η γραφική παράσταση, την τιμή ισορροπίας, που καθορίζεται από τη συνάντηση της καμπύλης της ζήτησης (Ζ) με την καμπύλη της προσφοράς (Π) αντιστοιχεί σε 50. Η τιμή αυτή συνεπάγεται την απορρόφηση 7 μονάδων. Αν η τιμή καθοριστεί συμβατικά σε 30, οι παραγωγοί θα προσφέρουν 4 μονάδες, αλλά οι καταναλωτές θα ζητούν 10. Στην περίπτωση αυτή το εμπόρευμα πρέπει αναγκαστικά να μοιράζεται με δελτίο. Αν αντίθετα η τιμή καθοριστεί σε 70, οι παραγωγοί θα προσφέρουν 8,5 μονάδες, αλλά οι καταναλωτές θα ζητούν μόνο 5. Την παραγωγή που περισσεύει θα πρέπει επομένως να την αγοράσει το κράτος.
* * *
η, ΝΜΑ
1. εκδήλωση εκτίμησης και σεβασμού προς κάποιον (α. «δεν τού απέδωσαν την πρέπουσα τιμή για τις υπηρεσίες που προσέφερε» β. «οἱ γεραίτεροι ταῑς τῶν νέων τιμαῑς ἀγάλλονται», Ξεν.)
2. καθετί που προσδίδει ή μπορεί να προσδώσει σε κάποιον εύλογη αφορμή υπερηφάνειας (α. «ήταν για μένα μεγάλη τιμή να μιλήσω στη γιορτή τού σχολείου σας» β. «τὸ μέντοι πρᾱγμ' ἐμοὶ τιμὴν φέρει», Ευρ.)
3. το χρηματικό ποσό το οποίο πληρώνει ο αγοραστής και εισπράτει ο πωλητής κατά την αγοραπωλησία ενὸς αγαθού, προϊόντος ή υπηρεσίας (α. «πούλησε το οικόπεδο σε πολύ καλή τιμή» β. «δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς τοῡ κινηθέντος ἀποτινέτω τῷ καταλιπόντι», Πλάτ.)
4. φρ. «τιμής ένεκεν» και «τιμῆς ἕνεκα» — σε ένδειξη σεβασμού, εκτίμησης και αναγνώρισης
νεοελλ.
1. κοινωνική υπόληψη, καλή φήμη («ζήτημα τιμής»)
2. (σχετικά με γυναίκα) αγνότητα, παρθενιά («κάτσε, κόρη στην τιμή σου κι έχει ο Θεός το ριζικό σου», παροιμ.)
3. (νομ.) η αξία την οποία διεκδικεί και δικαιούται να απολαμβάνει το πρόσωπο λόγω τής συμμετοχής του στο κοινωνικό γίγνεσθαι
4. (οικον.) (κατά τη μαρξιστική αντίληψη) η χρηματική έκφραση τής αξίας τών προϊόντων και τών υπηρεσιών, το μέγεθος τής οποίας κυμαίνεται γύρω από αυτήν και διαμορφώνεται στην οικονομία τής ελεύθερης αγοράς ως συνέπεια τής δράσης τού νόμου τής αξίας σε συνθήκες ανταγωνισμού και τής προσφοράς και ζήτησης
5. μαθημ. ο προσδιορισμός μιας μεταβλητής ποσότητας
6. στον πληθ. οι τιμές
εκδηλώσεις απονομής σεβασμού και ιδιαίτερης υψηλής διάκρισης σε επίσημα πρόσωπα οι οποίες είναι καθιερωμένες από τον νόμο (α. «στρατιωτικές τιμές» β. «η πολιτεία απέδωσε στους Ολυμπιονίκες μεγάλες τιμές»)
7. φρ. α) «λαμβάνω [ή ἔχω] την τιμή να...» — τυπική φράση με την οποία αρχίζει ένα έγγραφο ή μια αναφορά προφορική ή γραπτή, προς ένα επίσημο πρόσωπο ή και μια προϊσταμένη αρχή
β) «λόγος τιμής» — υπόσχεση ή βεβαίωση τής οποίας η αθέτηση συνεπάγεται απώλεια τής κοινωνικής υπόληψης αυτού που τήν αθέτησε ή τήν παρέβη
γ) «κυρία τής τιμής» ή «κυρία επί τών τιμών» — πρόσωπο που ανήκει στην ιδιαίτερη ακολουθία βασίλισσας ή πριγκίπισσας
δ) «μετά τιμής»
(στο τέλος επιστολής, αίτησης ή εγγράφου που απευθύνεται σε μια υπηρεσία) με εκτίμηση, με σεβασμό
ε) «εσωτερική τιμή»
(νομ.) η αξία που έχει το πρόσωπο ως σύνολο κοινωνικών αποτιμητών ιδιοτήτων
στ) «εξωτερική τιμή»
(νομ.) το κύρος που απολαμβάνει το πρόσωπο εξαιτίας τής δράσης και τής όλης κοινωνικής παράστασής του
ζ) «εγκλήματα κατά τής τιμής»
(νομ.) η εξύβριση, η απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση, η δυσφήμηση, η συκοφαντική δυσφήμηση, η δυσφήμηση ανώνυμης εταιρείας και η προσβολή τής μνήμης νεκρού
η) «απόλυτη τιμή αλγεβρικού αριθμού»
μαθημ. ο αλγεβρικός αριθμός χωρίς το πρόσημο
θ) «τιμή αλγεβρικής παράστασης»
μαθημ. η τιμή μιας αλγεβρικής παράστασης όταν τα γράμματά της αντικατασταθούν με ορισμένους αριθμούς
ι) «τιμή μιας συνάρτησης»
μαθημ. η τιμή την οποία λαμβάνει μία συνάρτηση όταν οι μεταβλητές της πάρουν ορισμένες τιμές
ια) «τιμή αγοράς»
(οικον.) τιμή με την οποία μπορεί να διατεθεί στην αγορά ένα προϊόν ή μια υπηρεσία χωρίς να λαμβάνεται υπ' όψιν το κατά μονάδα κόστος του
ιβ) «διαφορική τιμή»
(οικον.) διαφορετική τιμή ενός και τού ίδιου προϊόντος, ανώτερη ή κατώτερη στο ίδιο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τους επιδιωκόμενους σκοπούς από τον παραγωγό ή πωλητή
ιγ) «φυσική τιμή»
(οικον.) η τιμή που εξισώνεται με το συνολικό μέσο κόστος και που γύρω από αυτήν κυμαίνεται η τιμή αγοράς μακροχρόνια
ιδ) «τιμή παρέμβασης»
(οικον.) η τιμή που δεν μπορεί να διαμορφωθεί κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο, γιατί τότε παρεμβαίνει το κράτος και τήν στηρίζει
ιε) «τιμή στήριξης» ή «τιμή ασφαλείας» ή «τιμή εγγύησης»
(οικον.) προκαθορισμένη τιμή πώλησης ενός προϊόντος με στόχο την προστασία τού εισοδήματος τού παραγωγού
ιστ) «δεσμευμένη τιμή»
(οικον.) η τιμή πωλήσεως ενός προϊόντος η οποία δεσμεύεται από κάποια κρατική υπηρεσία να μην μεταβληθεί χωρίς την έγκρισή της
ιζ) «διεθνής τιμή»
(οικον.) η τιμή πωλήσεως ενός προϊόντος στη διεθνή αγορά, η οποία είναι δυνατόν να διαφέρει σημαντικά από τις εσωτερικές τιμές
ιη) «ελεύθερη τιμή»
(οικον.) η τιμή ενός προϊόντος η οποία είναι ελεύθερη και αυξομειώνεται ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση
ιθ) «ενδεικτική τιμή»
(οικον.) εξωγενώς καθοριζόμενη τιμή πωλήσεως ενός προϊόντος, που δεν έχει, όμως, δεσμευτικό χαρακτήρα και με την οποία επιδιώκεται η συγκράτηση τής ανόδου τών τιμών εντός τών επιθυμητών ορίων
κ) «επιβαλλομένη τιμή»
(οικον.) η τιμή που καθορίζει το κράτος για την πώληση ενός προϊόντος για την προστασία τών καταναλωτών
κα) «επικρατούσα τιμή» ή «τιμή ηγεσίας»
(οικον.) η τιμή πώλησης ενός προϊόντος την οποία κατορθώνει να επιβάλλει στην αγορά η κυρίαρχη επιχείρηση τού κλάδου
κβ) «εποχική τιμή»
(οικον.) η τιμή πώλησης ενός προϊόντος η οποία διαμορφώνεται ανάλογα με τις εποχικές κυμάνσεις τής αγοράς
κγ) «τιμή ισοτιμίας συναλλάγματος»
(οικον.) ο αριθμός που δείχνει πόσες εγχώριες νομισματικές μονάδες αντιστοιχούν σε μια νομισματική μονάδα τής αλλοδαπής
κδ) «τιμὴ "καπέλο"»
(οικον.) η πέραν τής καθορισμένης τιμή, την οποία απαιτεί ο παραγωγός-πωλητής από τους καταναλωτές, φαινόμενο που εμφανίζεται, κυρίως, όσες φορές επιβάλλεται διατίμηση
κε) «τιμή κατωφλίου»
(οικον.) τιμή που καθορίζεται έτσι ώστε να φέρει την τιμή πώλησης τών εισαγομένων προϊόντων, μαζί με τα έξοδα μεταφοράς στο επίπεδο τής ενδεικτικής τιμής
κστ) «τιμή κόστους»
(οικον.) η τιμή πώλησης ενός προϊόντος στην οποία δεν έχει περιληφθεί το κέρδος τού παραγωγού και αποτελεί συνήθως τη βάση αποτίμησης τής αξίας τού εμπορεύματος
κζ) «πράσινη τιμή»
(οικον.) η τιμή ενός αγροτικού προϊόντος η οποία καθορίζεται από την ΕΟΚ στα πλαίσια τής κοινής αγροτικής πολιτικής για την προστασία τού παραγωγού από την τυχόν αστάθεια τού νομισματικού συστήματος
κη) «τιμή προσανατολισμού»
(οικον.) η τιμή πώλησης ενός προϊόντος η οποία έχει προκαθοριστεί από έναν κρατικό οργανισμό με στόχο την προσέλκυση παραγωγών στο εν λόγω προϊόν
κθ) «σταθερή τιμή»
(οικον.) η τρέχουσα τιμή αναχθείσα σε αγοραστική δύναμη τού έτους βάσεως, δηλαδή η αποπληθωρισμένη τρέχουσα τιμή
λ) «τιμή συναλλάγματος» — βλ. συνάλλαγμα
λα) «τρέχουσα τιμή»
(οικον.) η τιμή πώλησης ενός προϊόντος σε μια δεδομένη χρονική στιγμή
λβ) «τιμή φίξινγκ»
(οικον.) η τιμή συναλλάγματος στην οποία οι τράπεζες αγοράζουν ή πωλούν συνάλλαγμα μεταξύ τους
λγ) «τιμή χονδρικής πώλησης»
(οικον.) η τιμή πώλησης ενός εμπορεύματος από τον παραγωγό στον έμπορο
λδ) «χρηματιστηριακή τιμή»
(οικον.) i) η τιμή πωλήσεως μιας επιχείρησης όπως αυτή προκύπτει από το γινόμενο τού αριθμού τών μετοχών της επί την αξία κάθε μετοχής σε μια δεδομένη χρονική στιγμή
ii) η τιμή ενός εμπορεύματος όπως αυτή διαμορφώνεται από το χρηματιστήριο εμπορευμάτων
λε) «τιμή χρυσού»
(οικον.) η χρηματική τιμή ενός προϊόντος εκφρασμένη σε νομισματική τιμή χρυσού
λστ) «διάκριση τιμών»
(οικον.) η δυνατότητα την οποία έχει μια μονοπωλιακή επιχείρηση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να διαθέτει το προϊόν της σε διαφορετικές τιμές στις διάφορες ομάδες καταναλωτών, αλλ. πολιτική διακριτικών τιμών
λζ) «διαφορισμός τιμών»
(οικον.) η διάκριση τιμών
λη) «κυβερνητικοί έλεγχοι τιμών»
(οικον.) το σύνολο τών ενεργειών στις οποίες προβαίνει η κυβέρνηση με στόχο τον έλεγχο τής αύξησης τών μισθών και τών τιμών τών αγαθών και υπηρεσιών, όπως είναι λ.χ. οι ποσοστιαίες αυξήσεις τών μισθών τών δημοσίων υπαλλήλων, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι επιτρεπόμενες αυξήσεις στα υπό διατίμηση προϊόντα κ.ά.
λθ) «σύστημα τιμών»
(οικον.) μέσο οργανώσεως τών οικονομικών δραστηριοτήτων, που συνίσταται στον συντονισμό τών αποφάσεων τών καταναλωτών, τών παραγωγών και τών κατόχων παραγωγικών συντελεστών
μ) «ψαλίδα τών τιμών»
(οικον.) η απόκλιση που υπάρχει μεταξύ τού δείκτη τιμών λιανικής πώλησης τών αγροτικών προϊόντων και τού δείκτη τιμών πώλησής τους από τους παραγωγούς στους εμπόρους
8. παροιμ. φρ. «η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στον που τήν έχει» — η κοινωνική υπόληψη είναι εξαιρετικά ανεκτίμητο αγαθό που δεν αποτιμάται σε χρήματα
αρχ.
1. αξίωμα, εξουσία («ἔν τε ταῑς ἀρχαῑς καὶ ταῑς ἄλλαις τιμαῑς», Πλάτ.)
2. έργο, λειτούργημα
3. (ως ιδιότητα θεών ή βασιλέων) η ανώτατη κυριαρχία, η ύψιστη εξουσία
4. το προνόμιο ενός βασιλιά
5. (κατ' επέκτ.) το πρόσωπο που κατέχει την ύψιστη αρχή, την εξουσία
6. δώρο που προσφέρεται ως ανταμοιβή
7. εκτίμηση τής περιουσιακής κατάστασης κάποιου με σκοπό την κατανομή φόρων
8. προσδιορισμός μιας ζημιάς προκειμένου να καθοριστεί έτσι η ανάλογη αποζημίωση
9. αποζημίωση και, γενικά, ποινή που συνίσταται στην πληρωμή χρηματικού ποσού
10. (η δοτ. ως επίρρ.) τιμῇ
με έντιμο τρόπο
11. φρ. α) «οἱ ἐν τιμαῑς» — αυτοί που κατέχουν τα ανώτατα αξιώματα
β) «τιμὰς ἴσχω» — κατέχω το αξίωμα τού τιμούχου
γ) «τιμῆς λαγχάνω [ή τυγχάνω]» — δέχομαι τιμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι το μοναδικό παράγωγο με κατάλ -μή (πρβλ. σχισ-μή, οσ-μή) τού ρ. τίω «απονέμω τιμή, σέβομαι», αλλά και «εκτιμώ, ορίζω την αξία ενός πράγματος». Η λ. τιμή στην Αρχαία Ελληνική χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το αξίωμα, την ύψιστη αρχή, την εξουσία και επίσης τον προσδιορισμό μιας ζημιάς προκειμένου να καθοριστεί η ανάλογη αποζημίωση και γενικά η ποινή που συνίσταται στην πληρωμή χρηματικού ποσού. Σύμφωνα με την τελευταία σημ., η λ. τιμή συνδέθηκε παρετυμολογικά με τη λ. ποινή και την οικογένεια τού ρ. τίνω «πληρώνω» (βλ. και λ. τίω, τιμωρός, τίνω, ποινή). Η λ. τιμή εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -τιμος (πρβλ. πολύ-τιμος, φιλό-τιμος, αξιό-τιμος). Επίσης, με τη λ. τιμή ως α' ή β' συνθετικό έχει σχηματιστεί μεγάλος αριθμός ανθρωπωνυμίων (πρβλ. Τιμο-γένης, Τιμο-φάνης, Εργό-τιμος, Νικό-τιμος, Πολυ-τίμη).
ΠΑΡ. τίμιος, τιμώ
αρχ.
τιμαίος, τιμήεις, τιμικόν.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) τιμαλφής, τιμοκρατία
αρχ.
τιμάξιος, τιμαρχία, τιμογραφώ, τιμόθεος, τιμοκράτης, τιμούχος
νεοελλ.
τιμάριθμος, τιμοκατάλογος, τιμολόγιο, τιμολογώ. (Β' συνθετικό σε -τιμος) αξιότιμος, άτιμος, αφιλότιμος, βαρύτιμος, έντιμος, επίτιμος, ερίτιμος, ισότιμος, ομότιμος, πάντιμος, πολύτιμος, φιλότιμος
αρχ.
αβρότιμος, αγλαότιμος, αντίτιμος, αρίτιμος, βαθύτιμος, διάτιμος, ευρύτιμος, θεότιμος, μεγα(λό)τιμος, μυριότιμος, νυμφότιμος, ξενότιμος, ομοιότιμος, περίτιμος, σεμνότιμος, σύντιμος
νεοελλ.
ανέντιμος, υπέρτιμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιμή — η 1. εκδήλωση εκτίμησης, υπόληψη, σεβασμός: Τιμή στους προγόνους μας. 2. πληθ., τιμές, οι εκδηλώσεις σεβασμού, ιδιαίτερης διάκρισης: Στρατιωτικές τιμές. 3. ό,τι εξυψώνει κάποιον στα μάτια του άλλου, αίγλη: Μου κάνετε τιμή που έρχεστε στο φτωχικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιμῇ — τῑμῇ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres ind mp 2nd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres subj act 3rd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres ind act 3rd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμή — τῑμή , τιμή worship fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίμη — τί̱μη , τιμάω honour pres imperat act 2nd sg (doric) τί̱μη , τιμάω honour pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) τί̱μη , τιμάω honour imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τιμέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμενόμενη τιμή — Στη θεωρία των πιθανοτήτων, η μέση τιμή ενός μεγέθους, n υπολογισμένη από τη συνάρτηση κατανομής f(n), που δείχνει πόσες φορές εμφανίζεται μία συγκεκριμένη τιμή του μεγέθους n. Ας υποθέσουμε ότι ένας μαθητής σε μια περίοδο μερικών χρόνων έδωσε… …   Dictionary of Greek

  • οριακή τιμή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά με την ίδια σημασία που χρησιμοποιείται η λέξη όριο. Βλ. λ. όριο …   Dictionary of Greek

  • ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”